πρωτεργάτης

πρωτεργάτης
ο , πρωτεργάτισσα и πρωτεργάτις (-ιδος) η инициатор; зачинатель, -ница; основоположни|к, -ца

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "πρωτεργάτης" в других словарях:

  • πρωτεργάτης — ο θηλ. άτρια και ισσα ο πρώτος εργάτης, ο πρωταίτιος, ο πρωτουργός: Πρωτεργάτης της βαλκανικής συνεννόησης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • πρωτεργάτης — ο, ΝΜ θηλ. πρωτεργά τρια και πρωτεργάτισσα Ν, και πρωτεργά τις, ιδος, Μ αυτός που είχε την πρωτοβουλία για την επίτευξη ενός, συνήθως, σημαντικού έργου, αυτός που διαδραμάτισε τον κύριο ρόλο στην πραγματοποίηση ενός έργου, πρωτουργός. [ΕΤΥΜΟΛ.… …   Dictionary of Greek

  • Γληνός, Δημήτριος — (Σμύρνη 1882 – Αθήνα 1943). Εκπαιδευτικός και συγγραφέας. Σπούδασε αρχικά στη Σμύρνη και ύστερα στη φιλοσοφική σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, καθώς και στην Ιένα και στη Λειψία. Διετέλεσε και εκπαιδευτικός στη Μικρά Ασία, καθηγητής στο Αρσάκειο… …   Dictionary of Greek

  • Καβούρ, Καμίλο Μπένσο, κόμης ντε- — (Camillo Bensoconte di Cavour, Τορίνο 1810 – Ρώμη 1861). Ιταλός πολιτικός, πρωτεργάτης της ιταλικής ενοποίησης. Ο Κ. καταγόταν από αρχοντική και πλούσια οικογένεια του Πεδεμοντίου (Πιεμόντε). Eγκατέλειψε τη στρατιωτική σταδιοδρομία (1831) και… …   Dictionary of Greek

  • Πακιστάν — Κράτος της νότιας Ασίας. Συνορεύει στα Β με την Κίνα, στα Δ με το Αφγανιστάν και το Ιράν, στα Α με την Ινδία ενώ στα Ν βρέχεται από την Αραβική Θάλασσα.Tο Πακιστάν είναι μια «ινδική» χώρα υπό την έννοια ότι γεωγραφικά αποτελεί μέρος της «ινδικής… …   Dictionary of Greek

  • Χρυσολωράς — Επώνυμο 2 Βυζαντινών λογίων, από τους οποίους ο δεύτερος πρωτεργάτης των ελληνικών σπουδών στην Ιταλία. 1. Δημήτριος, θεολόγος, φιλόσοφος, αστρονόμος και πολιτικός. Ήκμασε στα τέλη του 14ου και στις αρχές του 15ου αι. Ήταν φίλος του αυτοκράτορα… …   Dictionary of Greek

  • Ρόδος — Νησί της Δωδεκανήσου, το μεγαλύτερο του συμπλέγματος και το τέταρτο της Ελλάδας μετά την Κρήτη, την Εύβοια και τη Λέσβο) με έκταση 1.398 τ. χλμ. Μαζί με τα νησιά Τήλο, Σύμη, Χάλκη και Μεγίστη (Καστελόριζο) αποτελεί την πρώην επαρχία Ρόδου. Ρόδος… …   Dictionary of Greek

  • έξαρχος — Ονομασία του αρχηγού στα πρώτα χρόνια του Βυζαντίου της στρατιωτικής μονάδας, που λεγόταν alanumerus. Αργότερα, έως τον 6o αι., ο τίτλος αποδιδόταν σε όλους τους στρατιωτικούς αξιωματούχους ανεξάρτητα από τον βαθμό που έφεραν. Στη συνέχεια, όμως …   Dictionary of Greek

  • αρχιτέκτονας — ο (θηλ. αρχιτεκτόνισσα, η) (AM ἀρχιτέκτων) [τέκτων] 1. ο επιστήμονας που σχεδιάζει οικοδομήματα ή μνημεία και επιβλέπει την κατασκευή και τη διακόσμηση τους 2. ο πρωτεργάτης ή αυτός ο οποίος πρώτος επινόησε κάτι και φρόντισε για την εκτέλεση του… …   Dictionary of Greek

  • αυτόχειρας — ο (AM αὐτόχειρ, [ ειρος]) [χειρ] αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια αρχ. 1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια 2. εργάτης, πρωτεργάτης 3. φονιάς, δολοφόνος 4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως… …   Dictionary of Greek

  • εισηγητής — ο (θηλ. εισηγήτρια, η) (AM εἰσηγητής) αυτός που υποβάλλει ή διατυπώνει γραπτή ή προφορική εισήγηση για κάποιο θέμα νεοελλ. 1. αυτός που εισάγει προς συζήτηση νομοθέτημα, πρόταση, σχέδιο αποφάσεως κ.λπ. στη βουλή, σε σύλλογο, συμβούλιο, σωματείο κ …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»